Το χωριό μας - Η τσακώνικη διάλεκτος

   Η Τσακωνική διάλεκτος είναι ελληνογενής διαλεκτική ομάδα που μιλιέται στην νότια επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας την Τσακωνιά. Η Τσακωνιά περιλαμβάνει τον Πραστό, τον Τυρό, το Λεωνίδιο, τον Άγιο Ανδρεα, την Καστάνιτσα, την Σίταινα, τα Μέλανα και την Βασκίνα.

    •  Ταξινόμηση 

  Η Τσακωνική ανήκει στην υπολειμματική δωρική ζώνη τής Νέας Ελληνικής. Προήλθε από τη Δωρική διάλεκτο της Αρχαίας ελληνικής, σε αντίθεση με τη Νέα Ελληνική γλώσσα, η οποία προήλθε από την Ελληνιστική κοινή (κυρίως αττικοϊωνικής συστάσεως). Συγκεκριμένα, εικάζεται ότι προήλθε από ευρύτερη δωρική κοινή, η οποία είχε κυριαρχήσει στην Πελοπόννησο μετά τη σύσταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας και, ως εκ τούτου, αντιστάθηκε περισσότερο στην Κοινή, ίσως επειδή ομιλείτο σε δυσπρόσιτες περιοχές. Σύμφωνα με τις πηγές, η Τσακωνική ομιλείτο στο παρελθόν από διαλεκτόφωνους πληθυσμούς αποίκων στις νότιες ακτές τού Ελλησπόντου.Το τσακωνικό ιδίωμα της Προποντίδας είχε αρκετές επιδράσεις από τα βόρεια ιδιώματα της Θράκης και, ως εκ τούτου, τοποθετείται πλησιέστερα προς τη Νεοελληνική Κοινή (π.χ. ιδίωμα Προποντίδας νερέ, αλλά ιδίωμα Τσακωνιάς ύο < ύδωρ). Αν είχε μεγάλο αριθμό ομιλητών, ισχυρή λογοτεχνική παράδοση και διοικητική αυτονόμηση, θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως ξεχωριστή γλώσσα από τη Νεοελληνική Κοινή, σε αντιδιαστολή προς διαλέκτους όπως η Ποντιακή, η Καππαδοκική και η Κατωιταλική. Το σύγχρονο λεξιλόγιό της έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την επίσημη Ελληνική γλώσσα.

    •  Ετυμολογία – Προέλευση του τοπωνυμίου 

  Υπάρχουν τρεις βασικές προτάσεις για την ετυμολογική προέλευση του τοπωνυμίου: Τσάκωνες= Εξω-Λάκωνες, που βασίζεται στην υπόθεση ότι πρόκειται για λαό τής «εξωτερικής Λακωνίας». Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονταν αυτή την πρόταση, στηριζόμενοι στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο Κ. Άμαντος. Έχει εντούτοις επισημανθεί ότι δεν μαρτυρείται λαός ή τοπωνύμιο Εξω-Λάκωνες - Εξω-Λακωνία και ότι η παρουσία των Τσακώνων στην Αρκαδία θα καθιστούσε δύσκολη αυτή την ονομασία. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι ομιλητές δεν χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους αυτόν τον προσδιορισμό ή τον έμαθαν από εξωτερική επίδραση. Τσάκωνες τράχων, -ωνος «δυσπρόσιτος και τραχύς τόπος», πρόταση που παρουσίασε ο Χ. Συμεωνίδης (1972). Ωστόσο, η εικαζόμενη τροπή tr > ts είναι φωνητικά δυσχερής και αντιτίθεται στις προϋποθέσεις λειτουργίας τού νεοελληνικού τσιτακισμού. Τσάκονες = διάκονες / διάκονοι, όπως αποκαλούνταν οι βοηθητικοί στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό που είχαν αποσταλεί στην Πελοπόννησο τον 8ο αιώνα. Την άποψη αυτή πρότεινε ο Στ. Καρατζάς (1976) και φαίνεται να έχει ισχυρότερη βάση από τις προηγούμενες. Αν ισχύει η τελευταία πρόταση, το εθνωνύμιο θα έπρεπε να γράφεται με -ό-: Τσάκονες, όπως και το αντίστοιχο τοπωνύμιο: Τσακονιά.

    •  Φωνολογικά χαρακτηριστικά 

1. Διατήρηση του δωρικού -α- αντί του κοινού -η-, που προήλθε από την ελληνιστική κοινή (π.χ. μάτη < μάτηρ (αντί μήτηρ), αυοά «αυλή», ψαλαφού «ψηλαφώ», κ‘ώλακα «σκώληκας», σάμερε «σήμερα»).

2. Εκτεταμένος ρωτακισμός, δηλ. τροπή σ > ρ προ φωνήεντος και λ > ρ σε συμφωνικό σύμπλεγμα (π.χ. φρούα «φλούδα», κράμα «κλήμα», γρούσσα «γλώσσα», τσούνερ έσι; «τίνος είσαι;», τšειρ αμέρε «τρεις ημέρες», τσιρ ε’; «ποιος (τις) είναι;»).

3. Αντιπροσώπευση του κληρονομηθέντος -υ- ως -ου- ή -ιου- (με ημιφωνοποίηση ή τροπή τού προηγούμενου συμφώνου σε ουρανικό), ανάλογα με τον προηγούμενο φθόγγο (π.χ. τουραγνώ «τυραννώ», τρούπα «τρύπα», φουσού «φυσώ», σουργκή «σύρτης», άρουγγα «λάρυγγας», κιουρέ [curé] «τυρί», γιούρε [júre] «γύρος», νιούτ‘α [ŋútha] «νύχτα», χκιούπο [xcúpo] «χτύπος»). Υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες πιθανώς οφείλονται στην ισχυρή επίδραση της κοινής (π.χ. παναθύρι «παραθύρι»), και μερικές φορές η αντιπροσώπευση δεν είναι σταθερή ή συνεπής ακόμη και για την ίδια λέξη κατά ιδίωμα (π.χ. λιουτέ, λιούκο, λούκο, ούκο «λύκος»).

4. Τσιτακισμός, δηλ. προστριβοποίηση των ουρανικών κ, τ και του σ σε τσ, συνήθως προ των προσθίων φωνηέντων ε, ι [e, i] (π.χ. τσύφου < κύπτω, τσερέ < ξηρός, τσία < αξίνα, τšούτšουμο < σύσσωμος, τσίπτα < τίποτα, ότσι < ότι, τšινού < κινώ, στšύλε < σκύλος, τšέα < κέλλα).

    •  Δείγμα 

Το γάμο τα Μαρούα «Στον γάμο τής Μαρούλας» (αφήγηση, από Δ. Λάτση, Ημερολόγιον τσακωνικόν τού έτους 1896, διορθωμένο από τον Αθ. Κωστάκη)

Εζάκαϊ (*εδιάβ(η)κασι, ρ. διαβαίνω) τ‘ον άγιε, σ’ εστεφανούκαϊ, τσ’ από τσι σ’ έκατσ’ούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε χοντροί από το δίσκο τσ’ ετσαφήκαϊ (< αφήκασι) κ‘αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τσ’ αρχιñίαϊ dίντε τα βιολjία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μα για ξείκα, Τζελjίνα, καμάžι π‘οι ñ’ εν’ έχα α ñύιθη», εκ’ αούα α Γιωργού. Έκι α τύχη σι να καοτσιτάτσει. Μαγάžι να ’γκι καοτσυτέντε έτρου τσ’ οι σατέρε νάμου…

    •  Απόδοση 

  Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν και αφού τους έσπασαν τα κεφάλια τους με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο και έριξαν καμπόσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στρατηγό και άρχισαν να παίζουν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε. «Μα για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το ’χει η νύφη», έλεγε η Γιωργού (η γυναίκα τού Γιώργου). Ήταν η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι και οι θυγατέρες μου…

    •  Ομιλητές 

  H πρώτη μνεία τής διαλέκτου γίνεται το 1668 από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, ο οποίος κατέγραψε λίγες λέξεις. Στην απογραφή του 1907 τα τσακωνικά δηλώθηκαν ως κύρια γλώσσα από 823 άτομα. Σύμφωνα με πιο πρόσφατες αναφορές (1981, J. Werner), η Τσακωνική μιλιόταν το 1981 από 300 περίπου άτομα. Υπάρχουν ακόμα αναφορές για 2.000 υπερήλικους ομιλητές, των οποίων οι πρώτοι απόγονοι έχουν μόνο παθητική γνώση τής διαλέκτου. Σήμερα η διάλεκτος είναι υπό εξαφάνιση κατά τον σχετικό κατάλογο της UNESCO.

    •  Επίσημη κατάσταση της γλώσσας 

  Δεν είναι επίσημη γλώσσα καμμίας χώρας ή περιοχής και δεν διδάσκεται. Ωστόσο, μέχρι το 1997 η διάλεκτος διδασκόταν από ντόπιους καθηγητές στο γυμνάσιο του Τυρού.Στον Τυρό και τα Μέλανα ομιλείτε ακόμη απο τους νέους. Η Ακαδημία Αθηνών έχει κατά καιρούς οργανώσει διαλεκτολογικές αποστολές στην περιοχή, προκειμένου να αποθησαυρίσει τον λεξιλογικό πλούτο που σώζεται ακόμη σε ορισμένους ηλικιωμένους ομιλητές. Παρόμοιες διαλεκτολογικές εργασίες ανατίθενται επίσης σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο από ελληνικά πανεπιστήμια.

    •  Γραφή 

  Δεν υπάρχει επίσημη γραφή. Σε βιβλία γλωσσικών, λαογραφικών και άλλων μελετών η διάλεκτος αποδίδεται με το Ελληνικό αλφάβητο, συνοδευόμενη από την προσθήκη κάποιων απαραίτητων διακριτικών για πιστότερη απόδοση της προφοράς της. Μία από τις γραφές που χρησιμοποιούνται είναι αυτή που προτάθηκε από τον καθηγητή Αθανάσιο Κωστάκη, ο οποίος εξέδωσε και τρίτομο λεξικό.
πηγή: Βικιπαιδεία

    •  H Tσακώνικη διάλεκτος 

Bιβλιογραφική υποστήριξη κειμένου από το βιβλίο του Θανάση Kωστάκη “Δείγματα Tσακώνικης Διαλέκτου”

  Στην αρχαία Eλλάδα πριν τους κλασσικούς χρόνους μιλιόντουσαν κυρίως 4 διάλεκτοι: Iωνική, Aιολική, Δωρική και Aττική. H Aττική στηρίζεται στην Iωνική και είναι η μετεξέλιξή της στα χρόνια της ακμής της Aθήνας. Mετά τον 5ο αιώνα π.X. αρχίζει να επικρατεί η Aττική διάλεκτος λόγω της πνευματικής αλλά και οικονομικής ακμής της Aθήνας. Eν συνεχεία μετά τον 4ο π.X. αιώνα με τη διάδοση του Eλληνισμού στην Aνατολή η γλώσσα απλοποιείται και αρχίζει να μιλιέται η λεγόμενη Aλεξανδρινή ή Eλληνιστική κοινή. Eίναι η γνωστή μας γλώσσα των Eυαγγελίων. Kαι με τη συνεχή εξέλιξή της φθάσαμε σήμερα να μιλάμε τα σημερινά ελληνικά που ξέρουμε. Όμως όλες οι περιοχές της Eλλάδας δεν ακολούθησαν αναγκαστικά αυτήν την πορεία. Περιοχές όπως ο Πόντος και η Tσακωνιά διατήρησαν πολλά στοιχεία των παλαιών διαλέκτων. Oι λόγοι για τους οποίους οι Tσάκωνες διατήρησαν ζωντανή τη δωρική διάλεκτο ξεφεύγουν από το σκοπό του παρόντος σημειώματος. Όποιος επιθυμεί περισσότερες λεπτομέρειες ας ανατρέξει στις εργασίες του μεγάλου τσακωνολόγου Θανάση Kωστάκη (σχετική βιβλιογραφία παρατίθεται).

  Oι Tσάκωνες λοιπόν διατήρησαν πολλά στοιχεία της Λακωνικής – Δωρικής διαλέκτου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχαν επιδράσεις από την κοινή ελληνική γλώσσα. Aς μην ξεχνάμε ότι η γλώσσα της εκκλησίας και στην Tσακωνιά είναι η κοινή ελληνική και σίγουρα οι παλαιοί Tσάκωνες είχαν επικοινωνία με τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους.

Ποια είναι αυτά τα στοιχεία που τη συνδέουν άμεσα με τη Δωρική διάλεκτο; Σύμφωνα με τον καθηγητή Θανάση Kωστάκη είναι τα παρακάτω:

1. Tο Δωρικό α, δηλαδή εκεί που οι Ίωνες είχαν η οι Tσάκωνες έχουν α. Παραδείγματα: ημέρα = αμέρα, ηθώ (σουρώνω) = ασού, ψηλαφώ – ψαλαφώ = ψαφού, σήμερα = σάμερε, μηκωνίδα = μακουνία κ.λ.π.

2. O ρωτακισμός, δηλαδή η μετατροπή του τελικού ς σε ρ όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν. Παραδείγματα: Kαλός είναι = καλέρ ένι, πώς είπες = πουρ επέτσερε, της ημέρας = ταρ αμερί κ.λ.π.

3. H τροπή του μεσοφωνηεντικού σ, αρχικά σε δασεία και κατόπιν η πτώση του. Παραδείγματα: ορώσα – ορώα – ορώα στα τσακώνικα ορούα = βλέπουσα, λαλόυσα λαλόυα λαλόυα τσακώνικα = λαλούα κ.λ.π.

4. H τροπή του θ σε σ ή σ. Παραδείγματα: ηθώ = σαού, θέρος =σέρι, θυγάτηρ = σατη. Tο φαινόμενο αυτό είναι καθαρά Λακωνικό. (OAριστοφάνης γράφει Aσαναίοι = Aθηναίοι).

5. H διατήρηση του δίγαμμα F που είχε ήδη χαθεί στα 800 π.X. από την Iωνική, σώθηκε στα τσακώνικα στη λέξη βάννε (Fαρνός) και τα παράγωγά του. Bαννί και βαννιούλι = αρνάκι.

  Eκτός από αυτά υπάρχουν κι άλλα που ενισχύουν τη δωρική καταγωγή της τσακώνικης γλώσσας που κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να τα βρει στα βιβλία του Θανάση Kωστάκη.



Κείμενο στα Τσακώνικα με μετάφραση στα νέα Ελληνικά

Τσακώνικα:
Μέχρε έδαρι Τούρτσικο πούα οκ’ έχου πατητές τθα χώρα. Οι Γαστενιώτοι είκι πλερούχουντε ένα μιτσί χαράτσι τθο καπομπασή σου τσαι εικ’ έχουντε τα στουφάλα σου ήσυχο. Με το ξετθαμό του 1821 άγκανε απ’ τοι πρώτου τα καριοφίλια ενάγκια τθον οχτρέ τσ’ εδούκανε τα πάντα για τον ιερέ αγώνα τα Πατρζιδα. 

Ο μακροχρόνιε πόλεμο ν’ εκ’ έχουντε μποιτέ άρρωστε τσαι πενίε.
Τάσου σ’ ούλα ένταγη τα κακά εκάνε τσαί το χειρούτερε π’ όκι άλλε, απ’ τον μολεμό του Μπραϊμη. «’Αμα μόλει κατά γί αλοίμονο νάμου» ‘εκι λαλούντε οι γερόντοι τθα χώρα. Τα κουβάνα μαντάτα όκι λείπουντα, τσ’ αμέρα με ταν αμέρα είκι σούντα περσούτερα τσαι κουβάνα.

Ο Καψαμπέλη π’ έκι με τα παλικάρζια σι τθον Αγιε Πέτρε απολύτσε του Γκιόρα κρζυουφέ μήνυμα, «Καπετάν Μιχάλη ο οχτρέ αμέρα με ταν αμέρα θα μόλει τσαι τθα χώρα νάμου. Ποίε ότσι εσ’ μπορού μέχρε να μόλου τσ’ εζού».
Ο Γκιόρα άμα άτζε το κουβάνε χαμπέρζι π’ απολύτσε ο Καψαμπέλη, απολύτσε παρατζελία σ’ ούλου τοι παλαιού καπεταναίου τσαι τοι πρόκρζιτοι τα χώρα «Πατρζιώτοι μι εκάνανε κουβάνα μαντάτα. Αμα μόλει α νυούτθα ούλοι νήμου να μόλετε τάτσου απ’ τον Αγιά Σωκήρα για ν’ άρουμε αποφάσε».

Νέα ελληνικά:
Μέχρι τώρα τούρκικο πόδι δεν είχε πατήσει στο χωριό. Οι Καστανιτσιώτες πλήρωναν ένα μικρό χαράτσι στον φοροεισπράκτορα των Τούρκων και είχαν το κεφάλι τους ήσυχο. Με τον ξεσηκωμό του 1821 πήραν από τους πρώτους τα καριοφίλια ενάντια στον εχθρό και έδωσαν τα πάντα για τον ιερό αγώνα της πατρίδας.

Ο μακροχρόνιος πόλεμος τους είχε καταστήσει άρρωστους και φτωχούς. Μέσα σε όλα αυτά τα κακά , ήρθε και το χειρότερο που δεν ήταν άλλο από τον ερχομό του Ιμπραήμ. «Άμα έρθει κατά δω αλλοίμονο μας» έλεγαν οι γερόντοι του χωριού. Τα μαύρα μαντάτα δεν έλειπαν και μέρα με τη μέρα έφτανα περισσότερα και μαύρα.

Ο Καψαμπέλης που ήταν με τα παλικάρια του στον Άγιο Πέτρο έστειλε του Γκιόρα κρυφό μήνυμα. «Καπετάν Μιχάλη, ο εχθρός μέρα με την ημέρα θα έρθει και στο χωριό μας. Κάνε ότι μπορείς μέχρι να έρθω και εγώ».
Ο Γκιόρας όταν πήρε το μαύρο μαντάτο που έστειλε ο Καψαμπέλης , έστειλε παραγγελιά σε όλους τους παλιούς Καπεταναίους και τους Προκρίτους του χωριού. «Πατριώτες , μου ήρθαν μαύρα μαντάτα. Όταν έρθει η νύχτα , να έρθετε έξω από τον ‘Αγιο Σωτήρα για να πάρουμε αποφάσεις».

You are here Το χωριό μας Η τσακώνικη διάλεκτος